Sunday, January 31, 2010

ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΡΕΜΑΤΟΣ ¨ΦΛΕΒΑΣ" ΣΤΟ ΙΛΙΟΝ

Έμφραγμα για τους κατοίκους του Ιλίου αποτελεί η κάλυψη του ρέματος της Φλέβας. Για τους λόγους που θα αναφερθούν στο παρόν άρθρο, θα πρέπει να μπεί φράγμα στα σχέδια τσιμεντοποίησης του ρέματος και αφού διαμορφωθεί να αποδοθεί στους κατοίκους.


Ιστορικά το θέμα της κάλυψης των ρεμάτων βρίσκεται στην μεταπολεμική Ελλάδα. Καθώς η Αθήνα μεγάλωνε, τα ρέματα και τα έλη άρχισαν να βρίσκονται στο εσωτερικό της πόλη ανεξέλεγκτα. Κάπου έπρεπε να εκτονωθούν, και έτσι άρχισε η διευθέτηση τους, με βασικό κορμό τον Κηφισό και δευτερεύοντα, τον Ιλισό, που απέκτησε αυτόνομη υπόσταση μετά από μία μεγάλη πλημμύρα με 17 νεκρούς, τον Νοέμβριο του 1896.
Τα επόμενα δύο χρόνια διευθετήθηκε η κοίτη του μέχρι τις Τζιτζιφιές. Αντίθετα απ' ότι συνήθως ακούγεται ή γράφεται, το κυκλοφοριακό έργο του Κηφισού προγραμματίσθηκε πριν από 65 περίπου χρόνια. Το σχέδιο της μεγάλης λεωφόρου επί του ποταμού ανακοινώθηκε για πρώτη φορά από τη δικτατορία Μεταξά τον Ιανουάριο του 1937. Από τότε άρχισε να γενικεύεται και στην Αθήνα η ιδέα της κάλυψης των ρεμάτων για κυκλοφοριακούς λόγους, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται από την περίοδο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και μέχρι σήμερα ασταμάτητα. Πρώτο θύμα ο Ιλισός μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ακολούθησαν όλα σχεδόν τα ρέματα του Λεκανοπεδίου, τα οποία απέκτησαν κτιστές κοίτες και καλύφθηκαν από δρόμους. Η κατασκευή ενός δρόμου επάνω σε ένα ρέμα είναι πιο εύκολη και πιο οικονομική. Δεν απαιτούνται κατεδαφίσεις και απαλλοτριώσεις. Η εύκολη κυκλοφορία του ΙΧ, εις βάρος των υπολοίπων στοιχείων της πόλης εξ' άλλου, αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της "αναπτυξιακής" διάστασης των δημοσίων έργων μετά τον πόλεμο.
Φτάνοντας στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 συναντάμε το σύνολο σχεδόν των ρεμάτων να έχουν μετατραπεί σε δρόμους, ένα λαϊκό αίτημα που εκκρεμούσε για χρόνια και έβρισκε το συντριπτικό ποσοστό των «ενδιαφερομένων» σύμφωνους. Οι οικοπεδούχοι και οι κάτοικοι των αυθαιρέτων δικαιώνονταν γιατί με αυτό τον τρόπο οι περιοχές τους, που παρέμεναν για χρόνια εκτός σχεδίου, αποκτούσαν σύνδεση με τον υπόλοιπο αστικό ιστό και εντάσσονταν πια με συνοπτικές διαδικασίες στο σχέδιο. Οι υφιστάμενοι κάτοικοι των εντός σχεδίου περιοχών δέχονταν την κάλυψη ως πράξη «εξυγίανσης» και «αναβάθμισης» της περιοχής τους (με συνακόλουθη αύξηση της αξίας των ακινήτων τους). Ο δήμος αποκτούσε κοινόχρηστους χώρους, συμπλήρωνε το οδικό του δίκτυο και η δημοτική αρχή κέρδιζε, έτσι, τα εύσημα από τους δημότες της με την επανεκλογή της. Ο κατασκευαστικός τομέας, μέσω των εργολάβων που αναλάμβαναν τα έργα «διευθέτησης» των ρεμάτων και των μικροεργολάβων που οικοδομούσαν τις νέες υπό εκμετάλλευση περιοχές, διατηρούσε την ισχύ του. Η ΕΥΔΑΠ προσποριζόταν τη γαιοπρόσοδο από την πολυτιμότατη λωρίδα γης εκατέρωθεν της κοίτης του ρέματος της οποίας ήταν ιδιοκτήτης -του μελλοντικού δρόμου, δηλαδή, και των παρόδιων οικοπέδων- και απαλλασσόταν από το σκόπελο της αποχέτευσης των ευρύτερων περιοχών. Το κράτος και η κυβέρνηση θεμελίωνε την πολιτική της στο ιδεολόγημα της «αλλαγής», της «ανάπτυξης» και σήμερα του «εκσυγχρονισμού», εις βάρος του περιβάλλοντος και μακροπρόθεσμα της ποιότητας ζωής των κατοίκων του λεκανοπεδίου.

Και έτσι φθάσαμε, εδώ. Κάτω από τη Μιχαλακοπούλου, την Καλλιρρόης, την Αρδηττού, την Χαμοστέρνας, τη Ζωοδόχου Πηγής και την Βασιλέως Ηρακλείου στα Εξάρχεια, την Ούλαφ Πάλμε στου Ζωγράφου, τη Φαλήρου στον Πειραιά, τρέχουν οι παραπόταμοι του Κηφισού και του Ιλισού. Από πάνω τους τα αυτοκίνητα. Η κάλυψη των ξεροπόταμων και το μπάζωμα των ελών αποτελούσε κοινό τόπο μέχρι προχθές. Η κατασκευή λεωφόρων επίσης. Αντίλογο σε αυτή την πρακτική δεν θα βρούμε, παρά μόνο από λίγους σε επιστημονικά περιοδικά. Η Αριστερά, τα συνοικιακά κινήματα, οι τοπικές αυτοδιοικήσεις, μέχρι τουλάχιστον της δεκαετία του '90 ζητούσαν δρόμους και αντιπλημμυρικά έργα.
Μόλις τελευταία, άρχισε να συνειδητοποιείται ότι η κάλυψη του Κηφισού ήταν λάθος. Η έξοδος της Εθνικής Οδού στο Φάληρο ήταν επίσης λάθος. Αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε, ότι οι περιβαλλοντικές κρίσεις που προκύπτουν είναι ασύλληπτες και καμία τεχνολογία δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει. Με τον Κηφισό παραβιάστηκε ένα τέτοιο όριο.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ερχόμαστε σήμερα να καλύψουμε το τελευταίο ρέμα μέσα στην πόλη, το ρέμα Φλέβας.
Κάποιοι συνηδητά εδώ και δεκαετίες συντέλεσαν στην περιβαλλοντική υποβάθμιση του και διαμόρφωσαν μια αντίληψη που τo θέλει ως εστία μολύνσεως και κουνουπιών. Εξάλλου, οι ίδιοι οι δήμοι άρχισαν να πρωτοστατούν στον αφανισμό του ρέματος με την πλήρη κάλυψη των δευτερευόντων κλάδων του και τη μετατροπή τους σε δρόμους. Την δόξα αυτών των δήμων φαίνεται ότι ζήλεψε και ο Δήμαρχος Ιλίου ο οποίος καμαρώνει με το σχετικό πανό που κρέμασε στις εισόδους της πόλης.
Και ενώ όλα αυτά γινόντουσαν και γίνονται στην χώρα μας, στην Ευρώπη, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, είχε αρχίσει να διατυπώνεται ένας προβληματισμός σχετικά με τη διαχείριση των ρεμάτων, ενώ οι κρατικές και τοπικές αρχές ήταν ενήμερες για τις εναλλακτικές λύσεις. Πιθανά, οι μόνοι που αγνοούσαν την «άλλη αυτή πρόταση» ήταν οι κάτοικοι, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς κοίταζαν το βραχυπρόθεσμο ατομικό συμφέρον τους και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τις αλυσιδωτές επιπτώσεις της απότομης αστικοποίησης, της μεταλλαγής των χρήσεων κλπ στην ολοένα και απειλητικότερη εμφάνιση ενός περιοδικού φυσικού φαινομένου με μεγάλη περίοδο επαναφοράς όπως είναι η πλημύρα. Επιπλέον, η συλλογική εμπειρία από την πρακτική του κράτους και της ΕΥΔΑΠ ως προς τον τρόπο διαχείρισης άλλων μεγάλων και ιστορικών ρεμάτων της Αθήνας (βλ. Ιλισσός, Κηφισός κα) ενίσχυε την αντίληψη περί ευθυγράμμισης, τσιμεντοποίησης, κάλυψης κλπ.
Οι μόνοι που διαφωνούν είναι, ίσως, κάποιοι λίγοι κάτοικοι που παρά τη σημαντική περιβαλλοντική υποβάθμιση των ρεμάτων συνέχιζουν να βρίσκουν θετικά στοιχεία στην παρουσία αυτών των φυσικών στοιχείων στο εσωτερικό της πόλης, καθώς εξασφάλιζαν καλές μικροκλιματικές συνθήκες, αισθητικό περιβάλλον που προσομοίαζε στην περιοχή προέλευσής τους, εμπόδιζουν την επέλαση των ΙΧ και του βουητού της πόλης και επέτρεπαν τη διατήρηση ευχάριστων και χρήσιμων συνηθειών όπως η κτηνοτροφία και η καλλιέργεια της γης.
Μπορεί, έτσι, η άποψη υπέρ της μετατροπής του ρέματος σε δρόμο να γίνεται, σταδιακά, όλο και πιο μειοψηφική στην τοπική κοινωνία και να έχει γίνει κοινή συνείδηση πως η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης δε θα ευνοήσει τελικά κανένα, αλλά το σενάριο της διατήρησης του ρέματος ως φυσικού σχηματισμού, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής λειτουργίας και του δημόσιου χαρακτήρα του, δε διαγράφεται περισσότερο υλοποιήσιμο από πριν.
Αυτό, γιατί οι αντιλήψεις και οι μηχανισμοί που έχουν διαμορφώσει τη σημερινή κατάσταση δε φαίνεται να μπορούν να αναιρεθούν στο σύνολό τους, απ’ τη στιγμή που δεν αναιρούνται οι οικονομικές και κοινωνικές δομές που τις αναπαράγουν.

ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ

ΦΡΕΝΟ στην ανάπτυξη και σημαντικές δυσλειτουργίες στην εξυπηρέτηση των πολιτών προκαλεί η ξεπερασμένη διοικητική οργάνωση της χώρας, με τη σημερινή δομή των Περιφερειών, των Νομαρχιών και των Δήμων.

Είναι ένα έργο που άρχισε παρά τις μεγάλες αντιδράσεις των τοπικών παραγόντων και με τον φόβο του πολιτικού κόστους. Αποτέλεσμα της άρνησης της κεντρικής διοίκησης να δώσει λύση τόσα χρόνια, ήταν η αδυναμία να απορροφηθούν κοινοτικά κονδύλια για να γίνουν έργα και να αναληφθούν δράσεις που θα άλλαζαν την εικόνα της ελληνικής περιφέρειας.
Η ατολμία αυτή οδήγησε σε έλλειψη βασικών υποδομών τους εκατοντάδες Δήμους και την απουσία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από σημαντικές πρωτοβουλίες.Όσο απαραίτητη όμως είναι η νέα διοικητική μεταρρύθμιση, άλλο τόσο αναγκαίο είναι να μην επαναληφθούν τα λάθη, οι ατολμίες και οι αστοχίες που συνόδευσαν τον «Καποδίστρια» της δεκαετίας του ΄90.
Η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων καταλήγει νομοτελειακά σε αποκέντρωση της διαφθοράς, αν δεν συνοδεύεται από καθημερινή λογοδοσία. Το ίδιο και με τους πόρους, για να μπορούν οι πολίτες να απαιτούν εξηγήσεις για το πώς χρησιμοποιούνται τα δικά τους χρήματα.
Οι νέοι δήμοι που θα δημιουργηθούν, για να είναι ισχυροί και αποτελεσματικοί, προϋποθέτουν νέα δομή διοίκησης και νέα ποιότητα λειτουργιών, με συγκροτημένο προγραμματικό επιτελείο και αποκεντρωμένη δομή για την αποτελεσματικότερη ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών στις τοπικές κοινωνίες.
Μοναδική προϋπόθεση, λοιπόν, για να ασκήσουν οι νέοι ΟΤΑ όλες εκείνες τις αρμοδιότητες που έχουν οι δήμοι σε ορισμένες αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Σουηδία, Αυστρία, Γερμανία κ.λπ.), δεν είναι μόνον ο πληθυσμός και η έκτασή τους, αλλά πρώτα απ’ όλα είναι οι πόροι, η υποδομή και το επαρκές ανθρώπινο δυναμικό το οποίο θα πρέπει να έχει γνώσεις και εμπειρία στην αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων.
Προσοχή όμως, η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι μόνο διοικητικός μηχανισμός. Ήταν παλιότερα και σε ένα βαθμό παραμένει ακόμα ο πλησιέστερος προς τον πολίτη δημοκρατικός αντιπροσωπευτικός θεσμός. Και αυτή η άμεση σχέση πολίτη-κατοίκου με τη δημοτική αρχή πρέπει να διασφαλιστεί στο νέο αυτοδιοικητικό μοντέλο.
Η κωδική ονομασία της νέας αρχιτεκτονικής του αυτοδιοικητικού χάρτη της χώρας φέρει το όνομα της εμβληματικής μορφής της αρχιτεκτονικής "ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ".Ο Καλλικράτης και ο Ικτίνος ήταν οι δύο περίφημοι αρχιτέκτονες του δεύτερου μισού του 5ου π.Χ. αιώνα στην αρχαία Ελλάδα.
Να δούμε όμως αν οι σημερινοί ηγεμόνες (Καλλικράτης θα πει Καλός Ηγεμόνας), που σχεδιάζουν την αρχιτεκτονική του κράτους, μπορούν να αποδείξουν ότι μπορούν να χαράξουν τη νέα αρχιτεκτονική του κράτους και της αυτοδιοίκησης με βάση την «σημασία, τη λειτουργικότητα και την τελειότητα» χωρίς άλλες σκοπιμότητες.
Το έργο είναι εξαιρετικά δύσκολο, απαιτείται η συμμετοχή όλων στη διαβούλευση, χρειάζεται σύνεση και συναίνεση, αλλά κυρίως όλοι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους.


Μεγάλες ανατροπές φέρνει ο νέος Καποδίστριας των 380 δήμων και των 13 ή 14 υπερπεριφερειών.

Αντιδράσεις και από τους περισσότερους δημάρχους στην Δυτική Αθήνα. Οργανώνουν συμμαχίες για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους.
Οι αλλαγές στη λειτουργία των νέων δήμων και περιφερειών και οι νέοι ρόλοι των αιρετών αναμένεται πάντως να οδηγήσουν σε πρώτη φάση σε διαγκωνισμούς μεταξύ εκπροσώπων των διαφόρων επιπέδων, με τις ενστάσεις για τη νέα χωροταξία να περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Άλλωστε, προς το παρόν, η κυβέρνηση σχεδιάζει να κρατήσει κλειστά τα χαρτιά της για τη «νέα αρχιτεκτονική» της χώρας, σε μία προσπάθεια να μετριαστούν οι αντιδράσεις, που προβλέπονται πολύ μεγάλες, λόγω της μείωσης του αριθμού των δήμων.
Σε κάθε έναν από τους παλιούς δήμους θα οριστούν πάντως αντιδήμαρχοι. Ερωτηματικό παραμένει εάν οι «γεωγραφικοί» αυτοί αντιδήμαρχοι θα αναλάβουν και θεματικοί του δήμου- π.χ. καθαριότητας- λύση που πάντως φαντάζει πιθανότερη καθώς εάν είναι διαφορετικά πρόσωπα αυξάνεται κατά πολύ το κόστος και το Σώμα των αντιδημάρχων.
Οι αρμοδιότητες το μεγάλο αγκάθι για το νέο εγχείρημα. Είναι ικανοί οι σημερινοί δήμαρχοι να ανταποκριθούν στη νέα πραγματικότητα, όταν επί χρόνια έχουν καλλιεργήσει την αναξιοκρατία και τον φιλικό κομματισμό στις επιλογές τους;
Οι μέχρι σήμερα αρμοδιότητες που δόθηκαν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ήταν αποτέλεσμα να ανοίξει η πόρτα για να περάσει η διαφθορά στους δήμους. Δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι ελάχιστα ασχολούνται με τα γενικότερα θέματα του δήμου τους αλλά με τα ρουσφέτια και κάθε είδους τακτοποιήσεις. Αυτό είναι ένα μείζον ζήτημα, που πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη νέα διοικητική αναδιάρθρωση.
Μπορεί να το πετύχει, αν δεν αγνοήσει τις ιδέες και τις παρατηρήσεις που θα κατατεθούν κατά τη δημόσια διαβούλευση επί του τόσο φιλόδοξου σχεδίου, που μπορεί να αλλάξει τη λειτουργία της εξουσίας στη χώρα με την αναδιανομή και την αποκέντρωσή της, προς όφελος του πολίτη, ο οποίος την πληρώνει.
Θα προκύψει σοβαρή εξοικονόμηση πόρων με τη μείωση των 1.034 δήμων της χώρας και τον περιορισμό των περίπου 6.000 νομικών προσώπων και δημοτικών επιχειρήσεων σε 2.000. Παράλληλα, όμως, θα περιοριστούν και οι θέσεις απασχόλησης στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που σημαίνει ότι οι δήμοι της χώρας πρέπει να αναλάβουν αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και με την αξιοποίηση των σχετικών κοινοτικών προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων. Είναι όμως ικανοί οι σημερινοί δήμαρχοι να ανταποκριθούν στη νέα πραγματικότητα, όταν επί χρόνια έχουν καλλιεργήσει την αναξιοκρατία και τον κομματισμό στις επιλογές τους;
Πολλοί δήμοι στην Ελλάδα έχουν πετύχει θαύματα και είναι μοντέλα εκσυγχρονισμού και σύγχρονης ανάπτυξης. Τολμηρό βήμα είναι η αναβάθμιση των 13 σημερινών περιφερειών, των οποίων τα όργανα -περιφερειάρχης και συμβούλια- θα εκλέγονται και θα λειτουργούν ως μικρές τοπικές κυβερνήσεις «υπό τις οποίες, ως υπηρεσίες, θα υπαχθούν οι νομαρχίες της χώρας. Θα ελέγχονται οι 13 περιφέρειες από 7 διοικήσεις.
Η επιτυχία των νέων σχημάτων θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες: α) Το είδος και το εύρος των αρμοδιοτήτων που θα τους εκχωρήσει η κεντρική κρατική εξουσία, δηλαδή η κυβέρνηση και β) οι πόροι, που θα τους δοθούν για να μπορούν να ανταποκριθούν στο έργο που θα τους ανατεθεί. Χωρίς αρμοδιότητες και πόρους, αλλά και χωρίς τη διασφάλιση διαφάνειας και ελέγχου της λειτουργίας τους από τους ίδιους τους πολίτες, τα νέα σχήματα της αποκεντρωμένης εξουσίας θα αποτύχουν.
Για να λειτουργήσουν σωστά οι θεσμοί και να αποδώσουν, χρειάζονται άξια στελέχη για να τους υπηρετήσουν, δηλαδή να υπηρετήσουν το γενικό και όχι το ατομικό συμφέρον. Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα της εξουσίας και της κακοδαιμονίας του τόπου. Οι θεσμοί διαβρώνονται και οι λειτουργοί τους διαφθείρονται με τη συνενοχή και των πολιτών. Άπειρα είναι τα παραδείγματα κατασπατάλησης εθνικών και κοινοτικών πόρων από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Επίσης, άπειρα είναι και τα παραδείγματα κακής χρήσης των πολεοδομικών αρμοδιοτήτων (τροποποιήσεις πολεοδομικών και ρυμοτομικών σχεδίων), όπως και της αρμοδιότητας για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καταστημάτων και βιοτεχνικών επιχειρήσεων. Αντί να μπει τάξη στο χάος με αποφάσεις από την κεντρική διοίκηση, τα πράγματα έγιναν χειρότερα με το τοπικό ψηφοθηρικό ρουσφέτι.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν σημαίνουν ότι δεν πρέπει να αποκεντρωθεί η εξουσία και να αναπτυχθεί η αυτοδιοίκηση. Θα χρειαστούν αγώνας και μεγάλη προσπάθεια για την αλλαγή της κατεστημένης νοοτροπίας. Θα πρέπει επίσης, τα κόμματα να επιλέξουν ικανά στελέχη και να τα εκπαιδεύσουν. Πολλά έχουν να διδαχθούν όσοι θα διεκδικήσουν ρόλο στη νέα διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας από τη μελέτη των ανάλογων θεσμών που λειτουργούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.